Χάρη στις δυνατότητες που παρέχει η τεχνολογία συμμετείχα σήμερα ως ομιλητής, σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο στην Ινδία με αντικείμενο το μέλλον των νομικών σχολών και της νομικής εκπαίδευσης. Η παρέμβασή μου επικεντρώθηκε στο θέμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι νομικές πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στον 21ο αιώνα. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τη διευθύντρια της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Μίνα Χαραλάμπους για την πάντα γόνιμη και χρήσιμη συζήτηση των θεμάτων μαζί της, χωρίς βέβαια αυτή να φέρει ευθύνη για τις δικές μου θέσεις. Συνοψίζω εδώ ορισμένες παραμέτρους που έθεσα.
- Η ψηφιακή εποχή έχει επιτρέψει την πρόσβαση σε νομικό υλικό με τρόπο που προηγουμένως ήταν απαγορευτικός. Η τεχνολογία έχει καταστήσει δυνατή την εν μέρει ελεύθερη και εν μέρει συνδρομητική πρόσβαση σε νομικά συγγράμματα, νομικά περιοδικά, δικαστικές αποφάσεις και άλλο χρήσιμο υλικό και έχει καταστήσει ευκολότερη την εργασία του πανεπιστημιακού, του ερευνητή, του δικηγόρου, του δικαστή και του φοιτητή. Βάσεις δεδομένων, όπως westlaw, heinonline, lexis nexis, Kluwer online, CUP andOUP, Francis & Taylor, Springer κοκ, αλλά και ελληνόφωνες όπως του Σάκκουλα ή της Νομικής Βιβλιοθήκης ή στην Κύπρο (για αποφάσεις) του cylaw ή του leginet, έχουν μεταβάλει τον τρόπο διεξαγωγής της νομικής έρευνας.
- Τα μεγαλύτερα προβλήματα που εμποδίζουν σήμερα την περαιτέρω πρόοδο είναι δύο: το πρώτο αφορά στα υψηλά συνδρομητικά τέλη που χρεώνουν οι πάροχοι και οι εκδότες που καθιστούν αδύνατο ακόμα και για τις μεγαλύτερες διεθνώς βιβλιοθήκες να παράσχουν πρόσβαση σε όλες τις πηγές. Αυτό δημιουργεί και μια εγγενή ανισότητα μεταξύ των μεγάλων διεθνών πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών και των υπόλοιπων. Ορισμένοι εκδότες εξάλλου παρέχουν πρόσβαση με χρονοχρέωση ή περιορισμούς συνδεόμενους με τον συνολικό χρόνο χρήσης, κάτι που καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την πρόσβαση εφόσον ένα πανεπιστήμιο χρειάζεται να είναι σε θέση να προϋπολογίζει εκ των προτέρων το συνολικό του κόστος, χωρίς απότομες αυξομειώσεις. Με δεδομένο ότι κατά κανόνα τα νομικά περιοδικά δημοσιεύουν έρευνα για τη δημοσίευση της οποίας οι πανεπιστημιακοί και ερευνητές δεν πληρώνονται (μάλιστα σε μερικά από τα σημαντικά περιοδικά, πληρώνουν για τη δημοσίευση ανεξαρτήτως του peer review system, ευτυχώς όμως χωρίς αυτό να είναι τόσο διαδεδομένο όπως σε άλλους κλάδους όπως η ιατρική ή οι φυσικές επιστήμες), τα πανεπιστήμια πληρώνουν στην πράξη δύο φορές την έρευνα που δημοσιεύεται: μια όταν παράγεται και μια δεύτερη όταν αγοράζουν τις συνδρομές. Ένα συνδεδεμένο πρόβλημα είναι πως ενώ υπάρχει επαρκής ψηφιοποίηση των αγγλόφωνων πηγών, η ψηφιοποίηση των πηγών σε γλώσσες που χρησιμοποιούνται από τοπικούς πληθυσμούς όπως η ελληνική, είναι εκ των πραγμάτων δυσχερέστερη.
- Προτείνω να δοθεί έμφαση σε δύο επίπεδα λύσεων: το πρώτο είναι η συλλογική διαπραγμάτευση. Στην Κύπρο οι βιβλιοθήκες των μεγάλων πανεπιστημίων έχουν ορθά συμπράξει εδώ και χρόνια ώστε να μειώνουν τα κόστη αγοράς και έχουν αποτελεσματικό σύστημα διαδανεισμού. Χρειαζόμαστε όμως με πρωτοβουλία των μεγάλων πανεπιστημίων να γίνει σε πανευρωπαϊκό ή και διεθνές επίπεδο σύμπραξη, πέρα από εθνικά σύνορα, έτσι ώστε να υπάρξει συλλογική διαπραγμάτευση με τους εκδότες και πάροχους ψηφιακού περιεχομένου, με σκοπό την παροχή καλύτερων όρων. Η συλλογική διαπραγμάτευση βελτιώνει τη θέση διαπραγματευτικής ισχύος και επιτρέπει την επίτευξη βέλτιστου αποτελέσματος.
- Το δεύτερο έχει ήδη τεθεί ως άξονας πολιτικής της ΕΕ και είναι η έμφαση στην ελεύθερη πρόσβαση σε περιεχόμενο. Η ΕΕ απαιτεί ορθά όπως η χρηματοδοτούμενη από αυτή έρευνα δημοσιεύεται σε ελεύθερη πρόσβαση. Το ίδιο πρέπει να πράττουν και τα κράτη. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος ορθά πρωτοστάτησε στην δημιουργία του cylaw, το οποίο είναι ελεύθερης πρόσβασης και συνιστά εκπλήρωση των στόχων του δικηγορικού επαγγέλματος, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η προσφορά στην κοινωνία, αλλά και η εξυπηρέτηση των αναγκών του επαγγελματικού τους κλάδου. Χρειαζόμαστε περισσότερο νομικό υλικό που να είναι ελεύθερα προσβάσιμο χωρίς περιορισμούς και να είναι ποιοτικό και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον υπάρχει χρηματοδότηση που να επιτρέπει να υπάρχει κέρδος και για τους εκδότες. Χωρίς κέρδος προφανώς ουδείς επιχειρηματίας έχει κίνητρο να βελτιώσει τις διαδικασίες του. Θα πρέπει όμως να τίθενται και εύλογα όρια στην επίτευξη κέρδους, όχι μέσω νομοθετικών περιορισμών (που είναι λάθος τακτική), αλλά μέσα από τη σαφή άσκηση δυναμικών πολιτικών από την ΕΕ, τα κράτη και τα μεγάλα πανεπιστήμια ώστε ο αντισυμβαλλόμενος να συνειδητοποιεί ότι εμπορικά δεν έχει τα περιθώρια να πράξει κάτι διαφορετικό και να επιτυγχάνεται η ακριβοδίκαιη ισορροπία που είναι πάντα το ζητούμενο. Όσο ανεχόμαστε ένα σύστημα στο οποίο οι πάροχοι και οι μεγάλοι διεθνώς εκδότες θα καθορίζουν μονομερώς τους όρους διανομής των περιοδικών και των συγγραμμάτων, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα και προφανώς λύσεις δεν μπορούν να δοθούν από τα μικρά κράτη.
- Περαιτέρω, η ελεύθερη πρόσβαση και ψηφιοποίηση σε ελληνόφωνες πηγές προϋποθέτει προγράμματα χρηματοδότησης από πλευράς της ΕΕ για υποστήριξη ανάλογων προσπαθειών, ώστε να είναι οικονομικά βιώσιμο για ιδιωτικούς φορείς να το διενεργούν, απευθυνόμενοι σε ένα προφανώς μικρότερο κοινό. Ειδικά για κυπριακές πηγές αυτό καθίσταται ακόμα πιο αναγκαίο. Η ΕΕ άλλωστε έχει υποχρέωση προώθησης των διάφορων επίσημων γλωσσών της και της πρόσβασης σε νομικά κείμενα κάθε μορφής και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από χρηματοδότηση.